-
1 καταχρυσοω
1) отделывать золотом или золотить(νόμισμα μολύβδου Her.; τὰ ὅπλα Plut.)
2) украшать золотом, делать пышным(τέν πόλιν Plut.)
3) ирон. золотить словно священную статую, т.е. превозносить до небес(Εὐριπίδην Arph.)
-
2 μόλυβδος
μόλυβδος, ὁ, so richtiger als μόλιβδος, welche Form von E. M. p. 590, 8 gänzlich verworfen wird, während μόλιβος u. Ableitungen der Ueberlieferung nach mit ι und erst spät fälschlich mit υ geschr. wurden, vgl. Eust. Il. p. 1340, 30 u. Jacobs A. P. p. 137; – Blei; τηκτός, Eur. Andr. 266; Ar. Nubb. 903 u. öfter; νόμισμα κόψας μολύβδου, Her. 3, 56; Tim. Locr. 99 c; Xen. An. 3, 4, 17; Folgde.
См. также в других словарях:
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek